- σαββατιανός
- -ή, -ό, Ν1. σαββατιάτικος2. (το ουδ. ώς ουσ.) το σαββατιανόείδος λευκού σταφυλιού που ευδοκιμεί στην Αττική, αλλ. ασπρούδι3. παροιμ. α) «σαββατιανό κατάπιασμα, πομπή τής εβδομάδας» — η δουλειά που αρχίζει κανείς την τελευταία στιγμή δεν γίνεται σωστάβ) «σαββατιανός βοριάς, τη Δευτέρα γάιδαρος» — ο βόρειος άνεμος που αρχίζει το Σάββατο, τη Δευτέρα καταπαύει.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατο + κατάλ. -ιανός (πρβλ. μεσημερ-ιανός)].
Dictionary of Greek. 2013.